Νέα αξία η επάρκεια εγχώριας βύνης

Κοινοποίηση:

του Πέτρου Γκόγκου και Γιώργου Λαμπίρη

Με το ουκρανικό και την ενεργειακή κρίση, η εξασφάλιση ποιοτικής βύνης, που έχει αναδειχθεί σε πρόκληση όσο οι τιµές εισαγωγής διαµορφώνουν ιστορικά υψηλά στα 640 µε 650 ευρώ ο τόνος, η αναζήτηση εναλλακτικών, όπως η βύνη που κατευθύνεται προς τις µεγάλες και συµβατικές εταιρείες, «δεν παίζει» όπως µεταφέρουν στο B&B άνθρωποι της αγοράς.

Μια διαπίστωση κοινή σχεδόν σε όλους τους εµπλεκόµενους, έχει να κάνει µε την ασυµβατότητα ανάµεσα στην πρόοδο των τελικών καταναλωτών της βύνης και των κινήσεων στο πεδίο της παραγωγής ποιοτικής βύνης στην εσωτερική αγορά. Επί της ουσίας, η εγχώρια παραγωγή ιδιαίτερης βύνης δεν υφίσταται, όταν πρόκειται για µικροζυθοποιίες. Όπως επισηµαίνει ο Παύλος Κοτσίδης, εµπορικός διευθυντής της Cava di Patsi και 33 Brewery τόσο µια ακόµα µονάδα παραγωγής βασικής βύνης όσο και µια µονάδα παραγωγής ιδιαίτερων βυνών, είναι κάτι που έχει πραγµατικά ανάγκη ο κλάδος.

Καθώς η αγορά ωριµάζει και µε την υφιστάµενη κρίση να διογκώνει τα ελλείµµατα, γίνεται ξεκάθαρη η αξία µιας επάρκειας ικανής να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της σκηνής των µικροζυθοποιείων. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε και περιθώρια για την αντιµετώπιση των υπόλοιπων προκλήσεων που καλείται να διαχειριστεί ο κλάδος, όπως είναι το ενεργειακό αλλά και η εξασφάλιση φιαλών, µε το πεδίο εδώ να διαµορφώνει ανατιµήσεις 40%.

∆ιάρκεια φαίνεται ότι θα έχουν οι νέες ισορροπίες στην αγορά των πρώτων υλών που αξιοποιούνται από τις µικροζυθοποιίες της χώρας, µε το κόστος της ενέργειας και των φιαλών να εκτροχιάζουν τα οικονοµικά δεδοµένα των µονάδων, όσο στο µεταξύ ήδη εκφράζονται ανησυχίες για την επάρκεια της απαιτούµενης ποιοτικής βύνης.Ήδη στην ευρωπαϊκή αγορά διαπραγµατεύονται οι τιµές για τη νέα σοδειά του 2022, που τοποθετεί στα 270 ευρώ το εαρινό βυνοποιίσιµο κριθάρι και στα 260 ευρώ το χειµερινό. Η αναλογία τοποθετεί στα 490 και στα 480 ευρώ τη βύνη από εαρινό και χειµερινό κριθάρι αντίστοιχα. Για το κριθάρι δεν θα µπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού τα κοστολόγια των αγροτών είναι επίσης ενισχυµένα και ήδη γίνονται συζητήσεις ώστε να µην προβούν σε «εκπτώσεις» οι καλλιεργητές ενόψει των εαρινών φροντίδων και ποτισµάτων.

Εν προκειµένω, ήδη η Αθηναϊκή Ζυθοποιία έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να προσαυξήσει την τιµή για τα συµβόλαια που διατηρεί µε τους παραγωγούς, δίνοντας ένα πριµ αγοράς επί των 18 λεπτών που αναγράφουν οι συµβάσεις. Φυσικά, µε τις καθυστερήσεις στα λιµάνια και τα απλησίαστα κόστη ενοικίασης κοντέινερς, το στοίχηµα δυσκολεύει για τις εισαγόµενες ποσότητες, σε µια εξέλιξη που δίνει σήµα για ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής ποιοτικής βύνης.

Σε ό,τι αφορά την εισαγόµενη βύνη το κόστος είναι αυξηµένο κατά 25% σε σύγκριση µε τους τελευταίους µήνες του 2021 και σαφώς υψηλότερο από την ελληνική. Η τιµή τόνου στην εισαγόµενη βύνη -εξαρτάται από τον προµηθευτή- µε την απλή να αγγίζει σε µέση τιµή τα 650 ευρώ ανά τόνο. Σε ό,τι αφορά τις βρετανικές βύνες που αποτελούν ειδικού τύπου προϊόν –ποικιλίας Maris Otter– και χρησιµοποιoύνται για µπύρες Pale Ale, η τιµή αυτή τη στιγµή υπερβαίνει τα 750 ευρώ ανά τόνο.

Την ίδια στιγµή πολλοί είναι εκείνοι που έχουν στραφεί στις εγχώριες βύνες καθότι οι τιµές είναι σηµαντικά χαµηλότερες, όπου βασικό προµηθευτή αποτελεί η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης. Η τιµή ανέρχεται αυτή τη στιγµή στα 450 ευρώ ανά τόνο µε την αύξηση να υπολογίζεται στο 10% σε σύγκριση µε πέρυσι, όπως µεταφέρουν ο Αλ. Κουρής της Νήσος και ο Σοφοκλής Παναγιώτου της Septem. Ωστόσο εκτιµάται ότι οι νέες τιµές που θα προκύψουν από τον Μάιο στην Ελλάδα µε τη νέα σοδειά, θα φέρει και νέες αυξήσεις και στην εγχώρια παραγωγή.

Τρίτη κατά σειρά αύξηση στο γυαλί

Ισχυρούς κλυδωνισµούς προκαλεί στην παραγωγική διαδικασία της εγχώριας ζυθοποιίας και ιδίως στους µεσαίους και µικρούς παίκτες της αγοράς η αύξηση στις τιµές προµήθειας του µπουκαλιού, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στελέχη της εγχώριας ζυθοποιίας, µιλώντας στο B&B. Χαρακτηριστική είναι η τρίτη κατά σειρά αύξηση τιµής στη γυάλινη φιάλη κατά 35%-45% -ανάλογα µε τον τύπο µπουκαλιού- η οποία ανακοινώθηκε στην αγορά από την πολυεθνικών συµφερόντων µε παραγωγή στην Ελλάδα, «Υαλουργία Γιούλα», η οποία έχει εξαγοραστεί από την πορτογαλική BA Vidro. Μάλιστα σύµφωνα µε τις ίδιες πηγές, η αύξηση έγινε γνωστή µε ανακοίνωση που εστάλη στις ζυθοποιίες που αγοράζουν φιάλη από το εργοστάσιο που διατηρεί η «Γιούλα» στο Αιγάλεω µε εφαρµογή από 1η Απριλίου.

Σύµφωνα µε το ρεπορτάζ που έχουµε στη διάθεσή µας είχε προηγηθεί αύξηση κατά 10% από 1η Μαρτίου καθώς και µία ακόµα ανατίµηση κατά 18% που είχε εφαρµοστεί την 1η Ιανουαρίου 2022. Να σηµειωθεί ότι στην Ελλάδα η µοναδική βιοµηχανία που διατηρεί πρωτογενή παραγωγή µπουκαλιού είναι αυτή τη στιγµή η «Γιούλα», ενώ δραστηριοποιούνται και ορισµένες ακόµα εισαγωγικές επιχειρήσεις στο «γυαλί» όπως είναι οι Ηλίας Βαλαβάνης, Απικιάν Συσκευαστική και Αlpa Glass.

Κοινοποίηση:
Προτεινόμενα
Προτεινόμενα

Με ρυθμό ανάπτυξης 11,4% τρέχει η παγκόσμια αγορά της India Pale Ale έως το 2025

Η παγκόσμια αγορά της India Pale Ale αναμένεται να φτάσει τα 70,1 δισ. δολάρια μέχρι το 2025, με ρυθμό ανάπτυξης 11,4%, δείχνει έρευνα αγοράς, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του πληθυσμού, νέοι και τα social media τροφοδοτούν τη ζήτηση.  Η έκθεση της Allied Market Research αποτιμά το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς India Pale Ale  σε 32.905,6 εκατομμύρια δολάρια το 2018, με την Ευρώπη να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 46,5% του μεριδίου.

Φιλοξενία και γεύση στην αιώνια pub της Αθήνας

∆ιακριτικό αλλά εκεί, απέναντι από το Χίλτον, το Red Lion είναι ένα από τα λίγα σηµεία στον πλανήτη, στα οποία έχουν καθίσει Αµερικανοί και Σοβιετικοί διπλωµάτες να πιούν την µπύρα τους.

Με το βλέµµα στη δεύτερη άνοιξη της µπύρας

Η πρόοδος που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ο κλάδος της µικροζυθοποιίας στην Ελλάδα είναι αδιαµφισβήτητη. Ωστόσο, οι αντιξοότητες µε τις οποίες βρίσκονται αντιµέτωποι οι πρωταγωνιστές του κλάδου, ειδικά από τον Μάρτιο του 2020, είναι πρωτοφανείς.