Αυξημένος κατά 2,4% στα 10 δισ. ευρώ ήταν ο τζίρος της Carlsberg για το 2024, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις του ομίλου που δημοσιεύτηκαν την Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου.
Ανοδικά κινήθηκαν και τα λειτουργικά έσοδα του ομίλου Carlsberg που ανήλθαν για το σύνολο του 2024 στα 1,52 δισ. ευρώ, έναντι 1,487 δισ. το 2023 (+6%).
Οι παραγόμενοι όγκοι μπύρας του ομίλου αυξήθηκαν οργανικά κατά 0,2%, κατά κύριο λόγο χάρη σε σημαντική ανάπτυξη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και Ινδία (CEEI), λόγο της οποίας αντισταθμίστηκαν οι απώλειες στη Δυτική Ευρώπη και Ασία. Τα EBITDA του ομίλου αυξήθηκαν οργανικά κατά 5,4% και κατά 4% σε δημοσιευμένη βάση στα 2,11 δισ. ευρώ.
Η γκάμα διεθνών και εγχώριων πολυτελών ετικετών του ομίλου Carlsberg αύξησαν την αξία τους κατά 2% χάρη στην αξιοσημείωτη άνοδο στη ζώνη CEEI. «Υψηλές πτήσεις» σημείωσαν και οι μη αλκοολούχες ετικέτες του ομίλου που κατέγραψαν ισχυρές επιδόσεις στη Δυτική Ευρώπη και στη CEEI.
Σημαντική αύξηση στην Ελλάδα
Στην αγορά CEEI, όπου ανήκει και η Ελλάδα, ο όγκος πωλήσεων μπύρας αυξήθηκε οργανικά κατά 3,6%, ελέω καταγραφόμενης ανάπτυξης στις περισσότερες αγορές, και ειδικά στις πολυτελείς και μη αλκοολούχες ετικέτες της εταιρείας. Στη συγκεκριμένη αγορά τα λειτουργικά έσοδα της Carlsberg αυξήθηκαν οργανικά κατά 9,6%, ενώ τα δημοσιευμένα οργανικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 6,8%.
Μεταξύ των χωρών όπου σημειώθηκε σημαντική αύξηση του όγκου πωλήσεων ήταν και η Ελλάδα, όπου καταγράφηκε αύξηση του όγκου πωλήσεων κατά 7%, κυρίως χάρη στις εγχώριες ετικέτες, όπως η Μύθος και στις εξαιρετικές πρόσφατες επιδόσεις της επωνυμίας Kaiser και της ΦΙΞ Άνευ. Αυτή τη στιγμή η Carlsberg, μέσω της ελληνικής θυγατρικής της, Ολυμπιακή Ζυθοποιία, αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο παίκτη της ελληνικής αγοράς.
Μετριοπαθής αύξηση τζίρου εντός 2025
Για το 2025, για όλες της επιχειρήσεις της, εκτός της Britvic, ο όμιλος της Carlsberg, προβλέπει μια μικρή αύξηση των οργανικών λειτουργικών εσόδων κατά 1-5%, ήτοι σε ποσό μια αύξηση περίπου 20 εκατ. ευρώ. Για τη φετινή χρονιά η Carlsberg εκτιμά ότι θα επικρατήσει σχετική σταθερότητα των καταναλωτικών συνηθειών, παρότι παραμένει η αβεβαιότητα σε Ασία και Ευρώπη.