του Γιάννη Πανάγου
Η πανδηµία και τα µέτρα περιορισµού της λειτουργίας στον κλάδο της εστίασης, η µειωµένη τουριστική κίνηση και τώρα ο πόλεµος στην Ουκρανία, µαζί µε ένα ισχυρό κύµα ανατιµήσεων στις πρώτες ύλες και τα υλικά συσκευασίας, κάνουν τη δουλειά των µικροζυθοποιών δύσκολη.
Οι τελευταίες πληροφορίες κάνουν λόγο για µια αύξηση που προσεγγίζει το 50% στις µικρές γυάλινες φιάλες της µπύρας (επιβλήθηκε από 1ης Απριλίου) πράγµα που σηµαίνει ότι το κόστος παραγωγής, µόνο εξ αυτού του λόγου, µπορεί να είναι ενισχυµένο έως και 10%. Εικάζεται ότι όλο αυτό έχει να κάνει µε την εµπόλεµη κατάσταση στην Ουκρανία, χώρα µε ηγετική θέση στην αγορά γυαλιού, ωστόσο, τίποτα δεν αποκλείει και τις υπερβολές από τους διακινητές αυτών των προϊόντων. Οι τελευταίοι, βρίσκουν µια καλή αφορµή, αφενός να ξεστοκάρουν αποθέµατα, αφετέρου να επωφεληθούν από το κλίµα ανατιµήσεων στην αγορά.
∆εν είναι το ίδιο το κόστος που επωµίζονται αυτό τον καιρό οι µεγάλες πολυεθνικές εταιρείες παραγωγής µπύρας και οι αδύναµες µικροζυθοποιίες. Και µόνο το σύστηµα επιστροφών που εφαρµόζουν για τις άδειες φιάλες οι µεγάλοι, είναι αρκετό για να κάνει τη διαφορά, στο πεδίο του ανταγωνισµού. Πολλώ µάλλον που στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι «µεγάλοι» κινούνται από καλύτερη διαπραγµατευτική θέση έναντι των προµηθευτών, απορροφούν τους κραδασµούς της αγοράς και διατηρούν άλλη σχέση µε τα δίκτυα λιανικής.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το επόµενο διάστηµα οι συντελεστές του κλάδου της µικροζυθοποιίας θα περάσουν δύσκολα.
Αυτό δεν σηµαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Οι αντικειµενικοί λόγοι που έφεραν την πρώτη άνοιξη του κλάδου στην Ελλάδα, παραµένουν ισχυροί. Όπως έγινε λίγα χρόνια νωρίτερα µε το κρασί, έτσι και στην µπύρα, η χώρα έχει τις προϋποθέσεις ώστε να δηµιουργήσει µε τον καιρό τουλάχιστον µια µικρή µονάδα παραγωγής σε κάθε νοµό.
Το επιτρέπουν η γεωγραφία και το µικροκλίµα της κάθε περιοχής και το επιβάλλουν οι καιρικές συνθήκες (µακρύ καλοκαίρι) και το τουριστικό ρεύµα. Άλλωστε, η εµπειρία των τελευταίων δέκα χρόνων έχει δείξει ότι οι καλές προσπάθειες που είναι ταυτισµένες µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου και τις εγχώριες πρώτες ύλες (π.χ. βύνη) µπορούν να ταξιδέψουν ακόµα και στη µακρινή Αυστραλία.