Μια αυθεντική βρετανική porter που κρύβει από πίσω της μια ιδιαίτερη ιστορία παρουσιάζει η μικροζυθοποιία Αναστασίου από το Χαλάνδρι.
Ο λόγος για την «Τεμπλ» που πήρε το όνομα της από τον βρετανό περιηγητή Γρένβελ Τεμπλ, η ιστορία του οποίου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Φώτη Αναστασίου και την ομάδα του. Πρόκειται για μια porter που ακολουθεί τα βρετανικά πρότυπα και διακρίνεται από σημαντικές ποσότητες καβουρδισμένων και καραμελωμένων βυνών, αλλά και βρετανική μαγιά. Όπως αναφέρεται στην σχετική ανακοίνωση η Ζυθοποιία Αναστασίου προχώρησε και στην εμβαρέλωση ενός βαρελιού «cask», όπου θα πραγματοποιηθεί μια δευτερογενής ζύμωση μικρότερης κλίμακας και ενανθρακωθεί με φυσικό τρόπο, και που όταν ωριμάσει πλήρως θα είναι έτοιμη να καταναλωθεί απευθείας από βαρέλι σε θερμοκρασίες 12-13ο Κελσίου, ακολουθώντας την βρετανική παράδοση.
Παρακάτω, ακολουθεί η ιστορία που ενέπνευσε την νέα ετικέτα της μικροζυθοποιίας Αναστασίου, όπως την διηγείται η ίδια στην ανακοίνωση της:
Τον Αύγουστο του 1832 ο Lamartine, πέρασε από την Αθήνα και έγραψε στο ημερολόγιό του ότι το ξενοδοχείο των Καζάλι ήταν πολύ καλό και «δεν θα έβρισκε κανείς καλύτερο εξοχικό ξενοδοχείο ταξιδεύοντας στην Ιταλία, στην Αγγλία ή στην Ελβετία» Κάνει μάλιστα και περιγραφή του ξενοδοχείου, λέγοντας ότι διέθετε «ασβεστωμένα δωμάτια, σωστά επιπλωμένα, δροσερή αυλή με μια πηγή και λίγη σκιά, ένα άσπρο μαρμάρινο λιοντάρι στο κάτω μέρος της σκάλας, άφθονα φρούτα και λαχανικά, μέλι Υμηττού. Έλληνες υπηρέτες πρόθυμους και έξυπνους».
Μέχρι την απελευθέρωση της Ακρόπολης η ζωή στο ξενοδοχείο ήταν ήσυχη και φθηνή. Όταν έφτασαν όμως οι Βαυαροί, ο ξενοδόχος αύξησε τις τιμές του ύπνου και του φαγητού.
Ο βαυαρός υπολοχαγός Χριστόφορος Νέζερ, που διέμενε με το τάγμα του στο ξενοδοχείο από την άνοιξη του 1833, αναφέρει ότι «Εις τας Αθήνας υπήρχε τότε εν μονο ξενοδοχείον, κατά το ευρωπαϊκόν σύστημα, εντός μεγάλης παλαιάς τουρκικής οικίας, η οποία ανήκεν εις τον ιταλόν Καζάλι» και ότι οι τιμές του ξενοδοχείου αύξαναν συνεχώς και οι μερίδες του φαγητού μίκραιναν. «Μολονότι το ζεύγος Καζάλι είχε από έναν οφθαλμόν, οι δυο εκείνοι οφθαλμοί ήσαν οξυδερκέστατοι εις τους λογαριασμούς τους.
Όσο μεγάλωνε η πελατεία του ξενοδοχείου τόσο γέμιζε και το ταμείο των κυρίων Καζάλι, που ταχέως επλούτισαν και έγιναν περήφανοι. Τα δέκα κυνάρια (σκυλιά) της κυρίας Καζάλι απέκτησαν δύο φύλακες που καθημερινά τα έλουζαν, τα χτένιζαν, και τα έβγαζαν περίπατο. Το κομμωτήριό της ήταν λαμπρό, ώστε η μέλλουσα βασίλισσα της Ελλάδος θα μπορούσε να το πάρει ως πρότυπο».
Ο Νέζερ γράφει ακόμα για το εστιατόριο του ξενοδοχείου, το οποίο ήταν πλούσιο και μπορούσες να βρεις κάθε είδους φαγητού και ότι η κυρία Καζάλι ήταν έξοχη μαγείρισσα αλλά ο κύριος Καζάλης καθημερινά γίνοταν αναιδέστερος στις τιμές και τραχύτερος στις απαιτήσεις του». Το γεύμα «εστοίχιζεν ένα δίστηλον και μετά βίας εχορταίναμεν». Ο Νέζερ δυσαρεστημένος και ύστερα από φιλονικίες με τους Καζάλι φεύγει και πείθει τους Χάρτμαν, ένα ζευγάρι γερμανών, να φτιάξουν ξενοδοχείο στην Πατησίων, πράγμα που τελικά έγινε, ώστε να απαλλαγούν από τη μονοπωλιακή περιποίηση των Καζάλι.
Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1834, ο νεαρός Όθων κατά τη δεύτερη επίσκεψη του στην Αθήνα κατέλυσε με όλη την ακολουθία του στο ξενοδοχείο «Ευρώπη».
Ο βρετανός περιηγητής Γκρένβελ Τεμπλ που βρισκόταν τότε στην Αθήνα είπε ότι το ξενοδοχείο «Ευρώπη» «καταλήφθηκε εξ΄ολοκλήρου υπό του Όθωνος και της ακολουθίας του». Ίσως γι’ αυτό οι Καζάλι μετονόμασαν τότε το ξενοδοχείο σε «Royal» δηλαδή «Βασιλικόν».
Το ξενοδοχείο σιγά σιγά απέκτησε πολλή κίνηση, καθώς πολλοί ξένοι έφταναν στην νεοσύστατη πρωτεύουσα και το ζεύγος Καζάλι κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να πλουτίσει, καθώς όλοι κατέλυαν εκεί. Ο Τεμπλ εκτός των πολλών άλλων πελατών, μέτρησε και 13 βρετανούς περιηγητές και προσθέτει ότι το εστιατόριο ήταν λαμπρό και είχε βρει βρετανικό ζύθο τύπου πόρτερ.
Αναφορά είχε γίνει επίσης από τον Βαυαρό ταξιδιωτικό συγγραφέα Αδόλφο φον Σάντεν, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι οι Έλληνες ανώτερης τάξης απολαμβάνουν πολύ την κατανάλωση βρετανικής πόρτερ και ότι με έναν Βαυαρό τώρα στο θρόνο, της πρόσφατα απελευθερωμένης Ελλάδας, όπως ο Βασιλιάς Όθωνας, υπήρχε πρόσφορο έδαφος για τον κλάδο της ζυθοποίησης. Προέτρεψε κιόλας τον Joseph Pschorr του Μονάχου, να στείλει έναν από τους γιούς του στην Ελλάδα να ξεκινήσουν μια ζυθοποιία.
Αυτή ήταν μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, καταγραφή ζύθου και πιο συγκεκριμένα τύπο ζύθου στην Ελλάδα, που λίγα χρόνια μετά θα αποκτούσε και την πρώτη της ζυθοποιία, την γνωστή σε όλους ζυθοποιία ΦΙΞ.
Ο ζύθος τύπου Πόρτερ γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα στο Λονδίνο, σε μια εποχή όπου ζυθοποσία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής. Πήρε το όνομά του από τους αχθοφόρους της πόλης, που προτιμούσαν τη γεμάτη γεύση και την πλούσια, θρεπτική του υφή. Εξέφραζε την ένταση και τη ζωντάνια της εργατικής τάξης, δημιουργημένη ως μίξη διαφόρων ειδών ζύθου πριν καθιερωθεί η απευθείας παραγωγή του.
Με τη βιομηχανική επανάσταση στο ξεκίνημα της, στην παραγωγή του ζύθου Πόρτερ χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σημαντικά εργαλεία όπως τα θερμόμετρα και τα πυκνόμετρα με αποτέλεσμα την συνεπή και μαζική παραγωγή.
Το σκούρο χρώμα, οι νότες καραμέλας και σοκολάτας από την καβουρδισμένη βύνη και η πλούσια γεύση ανέδειξαν τον ζύθο Πόρτερ ως αγαπημένο ποτό της εποχής μέχρι την εξαφάνισή του στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο η ιστορία της συνεχίζεται και το είδος αναβιώνεται στις Η.Π.Α. μέσα από την άνθιση της μικροζυθοποιίας από τα τέλη του 1970 μέχρι και σήμερα, μεταφέροντας τη γοητεία του και την πλούσια κληρονομιά του πίσω στην Ευρώπη.